τερετίζει

τερετίζει
τερετίζω
hum
pres ind mp 2nd sg
τερετίζω
hum
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερημολάλος — ἐρημολάλος, ον (Α) αυτός που λαλεί, που τερετίζει στην ερημιά, στη μοναξιά («ἐρημολάλος τέττιξ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + λάλος] …   Dictionary of Greek

  • ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… …   Dictionary of Greek

  • λιγυπτέρυγος — λιγυπτέρυγος, ον (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που τερετίζει με τα φτερά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος)] …   Dictionary of Greek

  • μινυρός — μινυρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη φωνή 2. (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει 3. (κατά τον Ησύχ.) «μικρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • τερετίστρια — ἡ, Α (για τζιτζίκι) αυτή που τερετίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερετίζω + επίθημα τρια (πρβλ. καθαρίσ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • τραυλός — ή, ό / τραυλός, ή, όν, ΝΜΑ, και τρευλός, ή, ό, Ν αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός νεοελλ. βραδύγλωσσος αρχ. (για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό α (χαρακτηριστικό για λ. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”